Η Καινή Διαθήκη του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού κατά νεοελληνικήν απόδοσιν

Κατα Μαρκον 8:23-36 Η Καινή Διαθήκη του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού κατά νεοελληνικήν απόδοσιν (NTV)

23. Καὶ ἐπῆρε τὸν τυφλὸν ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τὸν ἔφερε ἔξω ἀπὸ τὸ χωριὸ καὶ ἀφοῦ ἔφτυσε εἰς τὰ μάτια του καὶ ἔβαλε τὰ χέρια ἐπάνω του, τὸν ἐρωτοῦσε, ἐὰν βλέπῃ τίποτε.

24. Καὶ αὐτὸς ἐκύτταξε πρὸς τὰ ἐπάνω καὶ εἶπε, «Βλέπω τοὺς ἀνθρώπους ἀλλὰ φαίνονται σὰν δένδρα νὰ περπατοῦν».

25. Ἔπειτα πάλιν ἔβαλε τὰ χέρια εἰς τὰ μάτια του καὶ τὸν ἔκαμε νὰ βλέπῃ καλὰ καὶ ἀποκαταστάθηκε καὶ ἔβλεπε ὅλους καθαρά.

26. Καὶ τὸν ἔστειλε εἰς τὸ σπίτι του καὶ τοῦ εἶπε, «Οὔτε στὸ χωριὸ νὰ μπῇς οὔτε σὲ κανένα τοῦ χωριοῦ νὰ πῇς τίποτε».

27. Ἐβγῆκε ὁ Ἰησοῦς καὶ οἱ μαθηταί του εἰς τὰ χωριὰ τῆς Καισαρείας, τὴν ὁποίαν ἔκτισε ὁ Φίλιππος. Καὶ εἰς τὸν δρόμον ἐρωτοῦσε τοὺς μαθητάς του, «Ποιός λέγουν οἱ ἄνθρωποι ὅτι εἶμαι;».

28. Αὐτοὶ δὲ ἀπήντησαν, «Ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστὴς καὶ ἄλλοι ὁ Ἠλίας, ἄλλοι δὲ ἕνας ἀπὸ τοὺς προφήτας».

29. Καὶ αὐτὸς τοὺς ἐρώτησε, «Σεῖς ποιός λέτε ὅτι εἶμαι;». Ἀπεκρίθη ὁ Πέτρος, «Σὺ εἶσαι ὁ Χριστός».

30. Καὶ τοὺς διέταξε αὐστηρὰ νὰ μὴ μιλοῦν σὲ κανένα γι᾽ αὐτόν.

31. Καὶ ἄρχισε νὰ τοὺς διδάσκῃ ὅτι πρέπει ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου νὰ πάθῃ πολλὰ καὶ νὰ ἀποδοκιμασθῇ ἀπὸ τοὺς πρεσβυτέρους καὶ τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς γραμματεῖς καὶ νὰ θανατωθῇ καὶ μετὰ τρεῖς ἡμέρας νὰ ἀναστηθῇ.

32. Καὶ ἔλεγε αὐτὰ φανερά, ὁ δὲ Πέτρος τὸν ἐπῆρε ἰδιαιτέρως καὶ ἄρχισε νὰ τὸν ἐπιπλήττῃ.

33. Ἐκεῖνος δὲ ἀφοῦ ἐστράφηκε πρὸς τὰ πίσω καὶ εἶδε τοὺς μαθητάς του, ἐπέπληξε τὸν Πέτρον καὶ εἶπε, «Ὕπαγε ὀπίσω μου, Σατανᾶ, διὸτι δὲν φρονεῖς ἐκεῖνα, ποὺ ἀρέσουν εἰς τὸν Θεὸν ἀλλ᾽ ἐκεῖνα ποὺ ἀρέσουν εἰς τοὺς ἀνθρώπους».

34. Καὶ ἀφοῦ ἐκάλεσε τὸ πλῆθος μαζὶ μὲ τοὺς μαθητάς του τοὺς εἶπε, «Ἐὰν κανεὶς θέλῃ νὰ μὲ ἀκολουθήσῃ, ἂς ἀπαρνηθῇ τὸν ἑαυτόν του καὶ ἂς σηκώσῃ τὸν σταυρόν του καὶ ἂς μὲ ἀκολουθήσῃ.

35. Διότι ὅποιος θέλει νὰ σώσῃ τὴν ζωήν του, αὐτὸς θὰ τὴν χάσῃ, ἐκεῖνος δὲ ποὺ θὰ χάσῃ τὴν ζωήν του ἐξ αἰτίας ἐμοῦ καὶ τοῦ εὐαγγελίου, αὐτὸς θὰ τὴν σώσῃ.

36. Διότι τί θὰ ὠφελήσῃ τὸν ἄνθρωπον νὰ κερδίσῃ τὸν κόσμον ὅλον καὶ νὰ ζημιωθῇ τὴν ψυχήν του;