59. Ἀλλ᾽ οὔτε καὶ εἰς τὴν περίπτωσιν αὐτὴν ἦτο σύμφωνη ἡ μαρτυρία τους.
60. Τότε ἐσηκώθηκε ὁ ἀρχιερεὺς εἰς τὸ μέσον καὶ ἐρώτησε τὸν Ἰησοῦν, «Δὲν ἀπαντᾶς τίποτε; Διατί μαρτυροῦν ἐναντίον σου;».
61. Αὐτὸς ἐσιωποῦσε καὶ δὲν ἀπαντοῦσε τίποτε. Πάλιν ὁ ἀρχιερεὺς τὸν ἐρώτησε, «Σὺ εἶσαι ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Εὐλογητοῦ;».
62. Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπε, «Ἐγὼ εἶμαι· καὶ θὰ ἰδῆτε τὸν Υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου νὰ κάθεται εἰς τὰ δεξιὰ τῆς Δυνάμεως καὶ νὰ ἔρχεται ἐπάνω εἰς τὰ σύννεφα τοῦ οὐρανοῦ».
63. Ὁ ἀρχιερεὺς ἔσχισε τὰ ἐνδύματά του καὶ λέγει, «Τί ἀνάγκην ἔχομεν ἀπὸ μάρτυρας;
64. Ἀκούσατε τὴν βλασφημίαν. Τί νομίζετε;». Ὅλοι δὲ τὸν κατέκριναν ὅτι εἶναι ἔνοχος θανάτου.