Καὶ ἔρριχναν χῶμα εἰς τὰ κεφάλια τους καὶ ἐφώναζαν κλαίοντες καὶ πενθοῦντες, καὶ ἔλεγαν, «Ἀλλοίμονον, ἀλλοίμονον, ἡ πόλις ἡ μεγάλη, εἰς τὴν ὁποίαν ὅλοι ὅσοι εἶχαν πλοῖα εἰς τὴν θάλασσαν ἐπλούτισαν ἀπὸ τὸν πλοῦτόν της. Σὲ μιὰ ὥρα ἐρημώθηκε».