Η Καινή Διαθήκη του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού κατά νεοελληνικήν απόδοσιν

Αποκαλυψισ Ιωαννου 18:1-15 Η Καινή Διαθήκη του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού κατά νεοελληνικήν απόδοσιν (NTV)

1. Ὕστερα ἀπὸ αὐτά, εἶδα ἄλλον ἄγγελον νὰ κατεβαίνῃ ἀπὸ τὸν οὐρανόν, μὲ μεγάλην ἐξουσίαν καὶ ἡ γῆ ἐφωτίσθηκε ἀπὸ τὴν λαμπρότητά του,

2. καὶ ἐφώναξε μὲ δυνατὴν φωνὴν καὶ εἶπε, «Ἔπεσε, ἔπεσε ἡ Βαβυλὼν ἡ μεγάλη καὶ ἔγινε κατοικία δαιμονίων, καταφύγιον διὰ κάθε πνεῦμα ἀκάθαρτον, καταφύγιον διὰ κάθε ἀκάθαρτον καὶ μισητὸν ὄρνεον,

3. διότι ὅλα τὰ ἔθνη ἔχουν πιῆ ἀπὸ τὸ κρασὶ τοῦ πάθους τῆς πορνείας της καὶ οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς ἐπόρνευσαν μὲ αὐτὴν καὶ οἱ ἔμποροι τῆς γῆς ἐπλούτισαν ἀπὸ τὸν πλοῦτον τῆς χλιδῆς της».

4. Ὕστερα ἄκουσα ἄλλην φωνὴν ἀπὸ τὸν οὐρανὸν νὰ λέγῃ, «Βγὲς ἔξω ἀπ᾽ αὐτήν, λαέ μου, διὰ νὰ μὴ γίνετε μέτοχοι τῶν ἁμαρτιῶν της καὶ συμμερισθῆτε τὰς πληγάς της·

5. διότι αἱ ἁμαρτίαι της ἔφθασαν ἕως τὸν οὐρανὸν καὶ ἐθυμήθηκε ὁ Θεὸς τὰ ἐγκλήματά της.

6. Νὰ τῆς ἀνταποδώσετε ὅπως καὶ αὐτὴ ἀνταπέδωκε, νὰ τῆς πληρώσετε διπλᾶ σύμφωνα πρὸς τὰ ἔργα της· εἰς τὸ ποτῆρι, ποὺ ἔκανε τὸ δικό της μῖγμα, δῶστε της διπλῆν ποσότητα μίγματος.

7. Ὅσον ἐδόξασε τὸν ἑαυτόν της καὶ παραδόθηκε εἰς ἀκολασίαν, τόσον βασανίστε την καὶ κάμετέ την νὰ πενθήσῃ, ἐπειδὴ μέσα της λέγει, «Κάθομαι σὰν βασίλισσα, δὲν εἶμαι χήρα καὶ δὲν θὰ ἰδῶ πένθος».

8. Γι᾽ αὐτὸ θὰ ἔλθουν σὲ μιὰ ἡμέρα αἱ πληγαί της, θάνατος, πένθος καὶ πεῖνα, καὶ θὰ καῇ μὲ φωτιά, διότι εἶναι ἰσχυρὸς ὁ Κύριος ὁ Θεὸς ποὺ τὴν ἔκρινε.

9. Θὰ τὴν κλάψουν καὶ θὰ τὴν θρηνήσουν οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς, ποὺ ἐπόρνευσαν μαζί της καὶ διέπραξαν ἀκολασίες, ὅταν θὰ ἰδοῦν τὸν καπνὸν τῆς φωτιᾶς της·

10. θὰ στέκωνται μακρυὰ ἀπὸ τὸν φόβον τοῦ βασανισμοῦ της καὶ θὰ λέγουν, «Οὐαί, οὐαί, ἡ πόλις ἡ μεγάλη Βαβυλών, ἡ πόλις ἡ δυνατή, σὲ μιὰ ὥρα ἦλθε ἡ καταδίκη σου».

11. Οἱ ἔμποροι τῆς γῆς ἐπίσης θὰ κλάψουν καὶ θὰ πενθήσουν γι᾽ αὐτήν, διότι τὸ φορτίον τους κανεὶς δὲν θὰ τὸ ἀγοράζῃ πλέον,

12. φορτίον ἀπὸ χρυσάφι καὶ ἀσῆμι, πολυτίμους λίθους καὶ μαργαριτάρια, λινὰ καὶ πορφύραν, μεταξωτὰ καὶ κόκκινα· κάθε ξύλον μυρωδᾶτο καὶ ἀντικείμενον ἐλεφάντινον, καὶ κάθε πρᾶγμα ἀπὸ πολύτιμον ξύλον, χαλκόν, σίδηρον ἢ μάρμαρον·

13. κινάμωμον καὶ ἄμωμον, θυμιάματα, μύρον καὶ λιβάνι· κρασί, λάδι, σιμιγδάλι καὶ σιτάρι, ζῶα καὶ πρόβατα, ἄλογα, ἁμάξια, δούλους καὶ ψυχὰς ἀνθρώπων.

14. «Τὰ φροῦτα ποὺ ἐπιθυμοῦσε ἡ ψυχή σου ἐχάθηκαν ἀπὸ σὲ καὶ ὅλα τὰ λιπαρὰ καὶ τὰ λαμπρὰ ἔφυγαν ἀπὸ σὲ καὶ δὲν θὰ τὰ βρῇς πλέον».

15. Οἱ ἐμπορευόμενοι εἰς ὅλα αὐτὰ τὰ εἴδη, ποὺ ἐπλούτισαν ἀπὸ αὐτήν, θὰ σταθοῦν μακρυὰ ἀπὸ τὸν φόβον τοῦ βασανισμοῦ της, θὰ κλαίουν καὶ θὰ πενθοῦν